μεσεγγύημα

μεσεγγύημα
μεσεγγύημα
money
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσεγγύημα — το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) [μεσεγγυώ] το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση τής διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που τό διεκδικούν …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυήματα — μεσεγγύημα money neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσεγγυήματι — μεσεγγύημα money neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσεγγυήματος — μεσεγγύημα money neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσέγγυον — μεσέγγυον, τὸ (Α) 1. μεσεγγύημα 2. παρακαταθήκη 3. ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον, δάνειον κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • μεσίδιον — μεσίδιον, τὸ (Α) μεσεγγύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. μεσίδιος*] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυητής — ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) [μεσεγγυώ] πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυούχος — ο αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + οῦχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύωμα — μεσεγγύωμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μεσεγγύημα …   Dictionary of Greek

  • μεσιδιώ — μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, όω (Α) [μεσίδιος] καταθέτω μεσεγγύημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”